- κολλυρα
- κολλύρα(ῡ) ἥ Arph. предполож. = κόλλιξ См. κολλιξ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολλύρα — κολλύρα, ἡ (Α) κόλλιξ*, κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα ύρα, πρβλ. άγκυρα] … Dictionary of Greek
κολλύρα — κολλύ̱ρᾱ , κολλύρα fem nom/voc/acc dual κολλύ̱ρᾱ , κολλύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλύρᾳ — κολλύ̱ρᾱͅ , κολλύρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλῦραι — κολλύρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλύρας — κολλύ̱ρᾱς , κολλύρα fem acc pl κολλύ̱ρᾱς , κολλύρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COLLYRA seu COLLYRIS — COLLYRA, seu COLLYRIS Graece Κολλύρα, et Κολλυρὶς, pastillus, seu parvus panis, in cinere coctus, atque inde cineribus fordidus. Hesychius: Ολλύρα, Θεόφραςος ἐπὶ τῶ ἐκ τέφρας πεπλασ μεν´ων. Aliter ἄκολος etc. Hinc κολλύρια, ocularia medicamenta,… … Hofmann J. Lexicon universale
κολλούρα — κολλούρα, ἡ (Α) κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα*] … Dictionary of Greek
κολλυρίδα — η (AM κολλυρίς, ίδος) [κολλύρα] μικρή κουλούρα … Dictionary of Greek
κολλυρίζω — (Α) [κολλύρα] ψήνω κουλούρα («ἐλθέτω... ἡ ἀδελφή μου πρὸς μέ, καὶ κολλυρισάτω... δύο κολλυρίδας», ΠΔ) … Dictionary of Greek
κολλυρίτης — κολλυρίτης, ὁ (Α) [κολλύρα] άζυμος άρτος … Dictionary of Greek
κολλυρίων — κολλυρίων, ωνος, ὁ (Α) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα + επίθημα ίων (πρβλ. καμιν ίων, κολοβ ίων)] … Dictionary of Greek